κυαθότης

κυαθότης
κυαθότης, -ητος, ἡ (Α) [κύαθος]
(λέξη που επινοήθηκε από τον Πλάτωνα) η αφηρημένη φύση ή έννοια τού κυάθου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυαθότης — cuphood fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαθότητα — κυαθότης cuphood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”